- καταπαύει
- καταπαύωput an end topres ind mp 2nd sgκαταπαύωput an end topres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ανεμώτις — Ἀνεμῶτις, ιδος, η (Α) αυτή που καταπαύει τους ανέμους (προσωνυμία της Αθηνάς) … Dictionary of Greek
Κυματολήγη — Κυματολήγη, ἡ (Α) (όν. Νηρηίδας) αυτή που καταπραΰνει, που καταπαύει τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + λήγη (< λήγω)] … Dictionary of Greek
άδιψος — ἄδιψος, ον (Α) 1. ο μη διψασμένος, αυτός που δεν υποφέρει από δίψα 2. αυτός που καταπαύει τη δίψα 3. αυτός που δεν προκαλεί δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δίψα. ΠΑΡ. αρχ. ἀδιψῶ νεοελλ. αδιψία] … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
ανεμοκοίτης — ἀνεμοκοίτης, ο (Μ) ο μάγος που καταπαύει, κατακοιμίζει τους ανέμους … Dictionary of Greek
αντινευραλγικός — ή, ό αυτός που καταπαύει ή καταπραΰνει τη νευραλγία … Dictionary of Greek
κατακρουστικός — κατακρουστικός, ή, όν (Α) [κατακρούω] 1. αυτός που χτυπά κάτι και τό πιέζει προς τα κάτω 2. (για οίνο) αυτός που καταπαύει τη θερμότητα και την οσμή άλλου οίνου … Dictionary of Greek
καταπαυστικός — καταπαυστικός, ή, όν (Α) [καταπαύω] αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να καταπαύει, να επιφέρει γαλήνευση, λήξη τού κακού … Dictionary of Greek
καταπαύσιμος — η, ο (Μ καταπαύσιμος, ον) [κατάπαυσις] νεοελλ. αυτός που είναι δυνατόν να καταπαύσει, να τερματιστεί, να σταματήσει μσν. αυτός με τον οποίο είναι δυνατή η κατάπαυση, αυτός που καταπαύει, που φέρνει απόλυτη ησυχία και γαλήνη, ο καταπαυστικός … Dictionary of Greek
κατευνήτειρα — κατευνήτειρα, ἡ (Α) [κατευνώ] αυτή που κατευνάζει, που καταπαύει, που καταπραΰνει … Dictionary of Greek